μεταπουλητής

μεταπουλητής
μεταπουλητής, ο και μεταπωλητής, ο θηλ. -ήτρια
αυτός που αγοράζει και πουλά σε άλλους εμπορεύματα, ο μεταπράτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταπουλητής — ο ο μεταπωλητής …   Dictionary of Greek

  • μεταπωλητής — και μεταπουλητής, ο 1. αυτός που ξαναπουλάει κάτι που αγόρασε 2. ο μεταπράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • μεταπράτης — ο ο μεταπουλητής, ο έμπορος που πουλάει εμπορεύματα λιανικώς: Ήταν μεταπράτης σε μια κωμόπολη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”